μελισσουργικός

μελισσουργικός
μελισσουργ-ικός, ή, όν,
A of or for a bee-master, Poll.7.147: τὰ -κά, a poem on bee-keeping, by Nicander, Ath.2.68c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργικά — μελισσουργικός of neut nom/voc/acc pl μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc/acc dual μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσουργικοῖς — μελισσουργικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσουργική — μελισσουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττουργικά — μελισσουργικά , μελισσουργικός of neut nom/voc/acc pl μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc/acc dual μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττουργικῆς — μελισσουργικῆς , μελισσουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”